Wine Vixen: Μπορεί ποτέ ένα κρασί να είναι αντικειμενικά καλύτερο από ένα άλλο;
Επειδή παίζει πολύ αυτή η απορία και για να μην γράφουμε στα social media ότι μας έρχεται στο κεφάλι, η Wine Vixen του Andro, Εύα Μαρκάκη παίρνει την κατάσταση στα χέρια της και απαντάει στο μεγάλο οινικό ερώτημα.
Λοιπόν, αυτή ήταν μια εργασία του Master of Wine και αυτή στην οποία τα κατάφερα καλύτερα από κάθε άλλη. Θεώρησα λοιπόν πως το συγκεκριμένο ερώτημα έχει πολύ ζουμί και έχω δει να απασχολεί κατά καιρούς, ιδίως όταν βλέπουμε διαδικτυακές διαφωνίες κάτω από φωτογραφίες κρασιών. Έτσι αποφάσισα να μοιραστώ μαζί σας την άποψη που κατέθεσα στο MW και κυρίως τα επιχειρήματα αυτής για να απαντήσω στο φλέγον αυτό ζήτημα. Ξεκινάμε από τα βασικά. Το κρασί μπορεί να θεωρηθεί και αγροτικό και μερικές φορές προϊόν πολυτελείας και ως τέτοιο έχει διαφορετικά επίπεδα ποιότητας. Από την άλλη πλευρά, η αντικειμενική ποιότητα υπάρχει σε τόσα πολλά διαφορετικά προϊόντα όπως μια τσάντα Hermes έναντι μιας του Zara, οπότε γιατί όχι και στο κρασί; Η λέξη κλειδί σε αυτή την ερώτηση είναι το «αντικειμενικά». Αντικειμενικά σημαίνει να κρίνει κανείς κάτι ή κάποιον βάσει γεγονότων και χωρίς να λαμβάνει υπόψη προσωπικές προτιμήσεις και απόψεις. Παράγοντες που καθορίζουν την ποιότητα είναι η πολυπλοκότητα, η συγκέντρωση, η ισορροπία και η επίγευση.
Η αντικειμενική οινογευσία είναι η βάση των διαγωνισμών κρασιού ή ακόμα και των πρακτικών εξετάσεων κρασιού, που περιλαμβάνουν αξιολόγηση κρασιού και αξιολόγηση ποιότητας. Για να είναι ένα κρασί καλύτερο από ένα άλλο πρέπει να είναι υψηλότερης ποιότητας. Παράγοντες που καθορίζουν την ποιότητα είναι η πολυπλοκότητα, η συγκέντρωση, η ισορροπία και η επίγευση. Η ισορροπία μπορεί να επιτευχθεί με το «σωστό» επίπεδο τανινών σε συνδυασμό με το φρούτο ή το σώμα, των υπολειμμάτων σακχάρων και της οξύτητας ή του αλκοόλ συγκριτικά με τη συμπύκνωση και το σώμα, για παράδειγμα. Μερικά από αυτά τα στοιχεία μπορούν να μετρηθούν σε εργαστήριο (π.χ. αλκοόλ, οξύτητα), ώστε να είναι μετρήσιμα και όχι ασαφή ή υποκειμενικά. Επιπλέον, η επίγευση ενός κρασιού είναι μετρήσιμη καθώς μιλάμε για τα δευτερόλεπτα που διαρκεί η επίγευση του αφού το καταπιούμε. Η πολυπλοκότητα μπορεί να είναι μετρήσιμη (πόσα διαφορετικά αρώματα μπορεί να ανιχνεύσει κάποιος). Οι μετρήσιμες ιδιότητες είναι αντικειμενικές, καθώς μιλάμε για γεγονότα, και αυτή είναι η βάση της αντικειμενικής οινογευσίας. Για παράδειγμα στις εξετάσεις του WSET Diploma, δίνονται σε έναν μαθητή τρία κρασιά, από την ίδια ποικιλία σταφυλιού και μια από τις ερωτήσεις που πρέπει να απαντήσει είναι η αξιολόγηση ποιότητας – με απλά λόγια ποιο κρασί είναι καλύτερο από το άλλο και γιατί (το γιατί έχει πάντα σημασία). Επιπλέον, σε διαγωνισμούς κρασιού πολλά κρασιά από όλο τον κόσμο, κατηγοριοποιημένα ανά σταφύλι, χώρα κλπ., δοκιμάζονται, συνήθως τυφλά, από επαγγελματίες του κρασιού και ειδικούς, και παίρνουν βαθμολογίες και μετάλλια ανάλογα με την ποιότητα (κυρίως) και την τυπικότητά τους. Μερικές φορές η διαφορά ποιότητας μεταξύ δύο κρασιών μπορεί να είναι πολύ μικρή, επομένως δεν είναι πολύ εύκολο να πούμε ποιο κρασί είναι αντικειμενικά καλύτερο.
Αυτό σημαίνει ότι ένα Riesling που σημείωσε 91 βαθμούς είναι αντικειμενικά καλύτερο από εκείνο που σημείωσε 87 (αυτό είναι ένα ασφαλέστερο συμπέρασμα για κρασιά με παρόμοιο εύρος τιμών, αν μιλάμε για βαθμολογίες από διαγωνισμούς). Η τυφλή γευσιγνωσία, λοιπόν, μπορεί να είναι μια άλλη συνθήκη/προϋπόθεση που μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην αντικειμενική κρίση ενός κρασιού. Γιατί; Κρύβοντας την ετικέτα του κρασιού, ο γευσιγνώστης βλέπει μόνο το κρασί, χωρίς να μεροληπτεί είτε επειδή μπορεί να γνωρίζει τον παραγωγό (και προσωπικά αλλά και σαν «ποιότητα», π.χ. αν κάποιος δει Gaja στην ετικέτα γνωρίζει πως αυτό αποτελεί από μόνο του εχέγγυο ποιότητας άρα «δεν γίνεται να είναι μέτριο, είναι Gaja») ή ως προς το αν πρόκειται για μια συγκεκριμένη premium περιοχή (π.χ. Βουργουνδία ή Σαντορίνη, θυμάστε τον περιβόητο διαγωνισμό Θεσσαλονίκης το 2020) ή για μια σπέσιαλ cuvee. Νομίζω καταλαβαίνετε τι εννοώ. Ωστόσο, η διάκριση μεταξύ διαφορετικών ποιοτήτων και επομένως καλύτερων κρασιών σε σύγκριση με άλλα δεν είναι κάτι νέο. Το appellation system σε πολλές περιοχές του κόσμου, στη Βουργουνδία για παράδειγμα, έγινε με βάση την αξιολόγηση κρασιών από διαφορετικές τοποθεσίες. Τα κρασιά που προέρχονταν από το grand crus ήταν καλύτερα σε σύγκριση με τα villages, έτσι εκτιμήθηκαν και αναγνωρίστηκαν συγκεκριμένες τοποθεσίες για τη δυνατότητα παραγωγής κρασιών υψηλότερης ποιότητας. Επιπλέον, τα διαφορετικά επίπεδα τιμών, ειδικά από ένα μόνο οινοποιείο, αντανακλούν συνήθως διαφορετικά επίπεδα ποιότητας. Το συνήθως το τονίζω γιατί κάποιες φορές παίζουν και άλλα πράγματα ρόλο στην τιμολόγηση (όπως το marketing, το κόστος παραγωγής, το γούστο ή ακόμα και το ego του δημιουργού). Από την άλλη μεριά, όταν έκανα αυτή την ερώτηση σε φίλους η απάντηση τους ήταν κατηγορηματικά όχι, ένα κρασί δεν μπορεί ποτέ να είναι αντικειμενικά καλύτερο από ένα άλλο. Αυτό έχει μια βάση καθώς πολλά στοιχεία στη γευσιγνωσία κρασιού δεν είναι αντικειμενικά. Για παράδειγμα, ένα τραγανό Μοσχοφίλερο που μυρίζει λουκούμι και άνθη λεμονιάς μπορεί να ξυπνήσει όμορφες αναμνήσεις σε κάποιον είτε από τον καφέ με τη γιαγιά του στον ολάνθιστο κήπο της, είτε από κάποιες καλοκαιρινές διακοπές στην Ελλάδα. Αυτό το άτομο θα συνδέσει αυτό το κρασί με τις προσωπικές αναμνήσεις και θα έχει πάντα ένα soft spot για αυτό ή την ποικιλία. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να το προτιμήσει ως καλύτερο από ένα Torrontes για παράδειγμα. Επιπλέον, διαφορετικοί άνθρωποι έχουν διαφορετική ανοχή στην πίκρα (τανίνες) ή την οξύτητα. Αντικειμενικά σημαίνει να κρίνει κανείς κάτι ή κάποιον βάσει γεγονότων και χωρίς να λαμβάνει υπόψη προσωπικές προτιμήσεις και απόψεις.
Παράλληλα, πολλοί οινοκριτικοί έχουν καταφέρει να χτίσουν μια πολύ επιτυχημένη καριέρα βασισμένη στην αξιολόγηση των κρασιών σύμφωνα με τα προσωπικά τους γούστα. Ο Robert Parker είναι το πιο διάσημο παράδειγμα. Ο Parker προτιμούσε και έδινε υψηλές βαθμολογίες σε πολύ γεμάτα, πλούσια κόκκινα κρασιά, με αρκετό βαρέλι, υψηλό αλκοόλ και εκχυλίσεις. Αυτή είναι μια περίπτωση όπου ένα κρασί μπορεί να είναι υποκειμενικά καλύτερο από ένα άλλο. Η λέξη που καθορίζει την προηγούμενη πρόταση είναι το «υποκειμενικά», που σημαίνει «τι μου αρέσει εμένα περισσότερο» και όχι τι είναι καλύτερο. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: Ο Brad Pitt είναι αντικειμενικά ένας ωραίος άντρας αλλά εμένα δε μου άρεσε ποτέ. Ο Jeremy Allen White, που ωραίο δεν τον λέτε (πιο πολύ σε αδέξιο γυμνασιόπαιδο, που είναι geek αλλά παράλληλα σκράπας στα μαθήματα και προσπαθεί απελπισμένα να μάθει να μιλάει σε κορίτσια μοιάζει) εμένα μου αρέσει φρικτά πολύ. Με πιάνετε; Αξίζει βέβαια να σημειωθεί πως μερικές φορές η διαφορά ποιότητας μεταξύ δύο κρασιών μπορεί να είναι πολύ μικρή, επομένως δεν είναι πολύ εύκολο να πούμε ποιο κρασί είναι αντικειμενικά καλύτερο, αλλά αν κάποιος συγκρίνει εντελώς διαφορετικά επίπεδα ποιότητας, για παράδειγμα, το Corton Grand Cru του Albert Bichot έναντι του Cave de Lugny Bourgogne Pinot Noir, ακόμη και ένας μη καλά εκπαιδευμένος ουρανίσκος μπορεί να καταλάβει τη διαφορά. Και φυσικά όσο δοκιμάζει κανείς τόσο πιο εύκολο είναι να αντιληφθεί και τις πιο μικρές διαφορές και να διακρίνει τις διαφορετικές ποιότητες δυο κρασιών. Καταλήγω, λοιπόν, στο συμπέρασμα: ναι, ένα κρασί μπορεί να είναι αντικειμενικά καλύτερο από ένα άλλο, αν μπορούμε να αφήσουμε οποιαδήποτε προσωπική προτίμηση ή επιρροή εκτός. Οπότε, με άλλα λόγια, ναι, μπορεί να είναι, όμως κάποιες φορές εξαρτάται από το ποιον, πότε ή γιατί ρωτάμε. Και για να είμαι παντελώς ξεκάθαρη, τα κρασιά που προτείνω σε τούτη εδώ τη στήλη πατάνε κυρίως στο προσωπικό και υποκειμενικό μου γούστο, προσπαθώντας πάντα να είμαι δίκαιη με το κάθε κρασί που δοκιμάζω.