Κρασί: Το «ψευδοδίλημμα» του σούπερ μάρκετ
Κώστας Δηµόπουλος AIWS, Associate member of the Institute of Wines & Spirits.
Στα χρόνια της ευηµερίας, το ράφι του σούπερ µάρκετ ήταν κάτι σαν κατάρα για τους οινοποιούς και τους οινογνώστες. Στα χρόνια της κρίσης, έχει γίνει κάτι σαν τη… Γη της Επαγγελίας. Στην προκειµένη περίπτωση, η αλήθεια δεν βρίσκεται στη µέση – για την ακρίβεια δεν βρίσκεται πουθενά! Γιατί το κρασί είναι ένα ιδιαίτερο προϊόν και σηµασία δεν έχει από ποιον δρόµο θα φτάσει µέχρι τον καταναλωτή, αλλά ο τρόπος µε τον οποίο θα του συµπεριφερθεί αυτός που θα το πουλήσει.
Σε µια ελληνική διαφήµιση των αρχών της δεκαετίας του ’80, ένα παιδάκι πηγαίνει στο µπακάλικο της γειτονιάς (πρόδροµο του σηµερινού σούπερ µάρκετ της γειτονιάς). Αντί της περιβόητης λίστας που πλέον χρησιµοποιείται ευλαβικά σχεδόν απ’ όλους, το παιδάκι προτιµά να αποµνηµονεύσει τα προϊόντα που πρέπει να αγοράσει και, για να είναι σίγουρο ότι θα τα θυµηθεί όλα, τα λέει φωναχτά στη διαδροµή: «Τυρί, ρύζι, καφές, γάλα, Καµπά»! Μετά από πολλές επαναλήψεις (αρκετές για να θυµάµαι ακόµα τη λίστα µετά από τόσα χρόνια) φτάνει στο µαγαζί και µε σίγουρο ύφος ζητάει από τον µπακάλη: «Τυρί, ρύζι, καφέ, γάλα…» Ο Καµπάς ξαφνικά έχει φύγει από το µυαλό του και, πάνω που αρχίζει να πανικοβάλλεται, ένας κύριος δίπλα ζητάει Καµπά… Το χαµόγελο επανέρχεται στα χείλη του µικρού που θυµάται αυτό που είχε ξεχάσει και µε δυνατή φωνή φωνάζει «…και Καµπά!».
Τριάντα δευτερόλεπτα από ένα διαφηµιστικό spot του παρελθόντος είναι αρκετά για να λειτουργήσουν ως ιστορικό αρχείο ικανό να µας θυµίσει αρκετά πράγµατα για εκείνη την εποχή. Ήταν τα χρόνια που ο κόσµος ψώνιζε ακόµα στα µπακάλικα, πριν ανοίξει ένα σούπερ µάρκετ κάποιας οργανωµένης λιανεµπορικής σε κάθε γωνία. Ήταν τα χρόνια που οι γονείς δεν φοβούνταν να στείλουν τα παιδιά τους να πάνε µόνα τους να ψωνίσουν. Κι ακόµα ήταν η εποχή που ο κόσµος είχε το κρασί στη λίστα των αναγκαίων ειδών του καθηµερινού τραπεζιού, συνήθως βέβαια µε τη µορφή κάποιου φθηνού εµφιαλωµένου κρασιού ή ρετσίνας, αν όχι χύµα (που διαχρονικά παραµένει στην επικαιρότητα).
Από τότε άλλαξαν πολλά. Το κρασί ως καταναλωτικό προϊόν πέρασε πολλές διακυµάνσεις, επηρεάστηκε θετικά από την εµφάνιση ταλαντούχων και σπουδασµένων οινοποιών, κέρδισε κι έχασε από τα οικονοµικά σκαµπανεβάσµατα, έγινε µόδα και έφυγε από τη µόδα, συζητήθηκε πολύ, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά για τις τιµές του και όχι µόνο, από είδος καθηµερινής ανάγκης έγινε για κάποιους είδος επίδειξης και δηµιουργίας εντυπώσεων, ενώ για άλλους έγινε πάθος, µεράκι, ένας νέος υπέροχος κόσµος.
Ο κύκλος έκλεισε
Τα χρόνια της οικονοµικής ευηµερίας (έστω και ψεύτικης) δηµιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες για την επανάσταση του εµφιαλωµένου κρασιού στην Ελλάδα. Οι νέοι παραγωγοί βρήκαν την ευκαιρία που γύρευαν για να φτιάξουν πιο ποιοτικά, πιο σύνθετα, αλλά -ως επακόλουθο- και ακριβότερα κρασιά. Τα περιοδικά και ο τύπος στήριξαν την προσπάθεια και οι στήλες γευσιγνωσίας εµφανίζονταν η µία µετά την άλλη. Ο κόσµος έµαθε να πίνει κρασί (στην καλύτερη περίπτωση) και να ζητά επώνυµα µια ετικέτα της µόδας (στη χειρότερη περίπτωση). Ήταν η εποχή που το να ψωνίζεις κρασί από το σούπερ µάρκετ (ο µπακάλης είχε αρχίσει να βγαίνει σιγά σιγά στη σύνταξη) δεν ήταν και ό,τι καλύτερο, ήταν η εποχή που οι παραγωγοί δεν επιθυµούσαν να διακινούνται τα κρασιά τους (τουλάχιστον οι καλές ετικέτες) από τα ράφια των σούπερ µάρκετ, δίπλα στο τυρί, το ρύζι, το γάλα και τον καφέ, αλλά από επώνυµες κάβες και εστιατόρια.
Επιστροφή στην εποχή µας. Η οικονοµική κρίση έχει χτυπήσει το κρασί και έχει αλλάξει για ακόµα µια φορά το τοπίο. Το κρασί δεν είναι πια είδος καθηµερινής ανάγκης, αλλά δυστυχώς είδος πολυτελείας. Το χύµα ανακτά το χαµένο έδαφος, αυτή τη φορά όχι τόσο από άγνοια ή έλλειψη εναλλακτικής όσο από ανάγκη. Οι Έλληνες παραγωγοί έχουν προσαρµοστεί στις συνθήκες. Τα επώνυµα εµφιαλωµένα κρασιά είναι πλέον στα ράφια των σούπερ µάρκετ και οι καταναλωτές περιµένουν µε ανυποµονησία την επόµενη εβδοµάδα προσφορών που σχεδόν κάθε µήνα βρίσκει κανείς στις µεγάλες αλυσίδες, µε εκπτώσεις που φτάνουν το 30% ή και το 40%. Πλέον ο µεγάλος όγκος εµφιαλωµένων κρασιών διακινείται µέσα από το σούπερ µάρκετ και η συζήτηση για το αν το δίκτυο αυτό είναι το κατάλληλο γι’ αυτήν την κατηγορία ή όχι, είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
Αυτοί που αντιδρούν είναι πολλοί και έχουν εν µέρει τα δίκια τους: το κρασί δεν είναι ένα ακόµα καταναλωτικό προϊόν, είναι ένα µοναδικό προϊόν µε ιδιαιτερότητες και µυστικά, απαιτεί γνώση και ειδική διαχείριση για να δώσει το µέγιστο που µπορεί, δηλαδή συνθήκες που η πλειονότητα των σούπερ µάρκετ δυσκολεύεται να προσφέρει. Όµως, το να προσπαθείς να σταµατήσεις την πορεία αυτή είναι αδύνατο, όπως δεν µπόρεσαν να σταµατήσουν τη βιοµηχανική ή την τεχνολογική επανάσταση οι αρνητές τους. Στο εξωτερικό τα σούπερ µάρκετ είναι εδώ και χρόνια το βασικό κανάλι πώλησης κρασιών και, όπως πάντα, µε κάποια καθυστέρηση η τάση αυτή έφτασε εδώ και κάποια χρόνια και στην Ελλάδα.
Οι νέοι ρόλοι
Το καλό νέο είναι ότι τον τελευταίο λόγο τον έχει πάντα ο καταναλωτής. Είναι ο καταναλωτής αυτός που θα τρέξει να γεµίσει το καρότσι του σούπερ µάρκετ µε κρασιά αγορασµένα µε έκπτωση 40% και είναι αυτός που θα απογοητευθεί αν τύχει να ανοίξει µια φιάλη που δεν ήταν όπως θα έπρεπε να είναι. Είναι ο ίδιος καταναλωτής που θα γκρινιάξει στον ιδιοκτήτη της κάβας της γειτονιάς του για τις «ακριβές τιµές» και ο ίδιος που θα εκτιµήσει την εξειδικευµένη γνώση και βοήθειά του όταν ψάχνει να βρει το σωστό κρασί για το τραπέζι που θα κάνει το βράδυ. Είναι ο καταναλωτής που θα δει, θα συγκρίνει, θα ενηµερωθεί, θα εκτιµήσει και θα συνεκτιµήσει τι πρέπει να πάρει και από πού.
Το άλλο καλό νέο είναι ότι για όλους τους καλούς υπάρχει χώρος. Ίσως λίγος χώρος και ίσως χρειάζεται πολλή προσπάθεια για να τον κερδίσεις, αλλά πάντα σε περιόδους κρίσης όλοι προσπαθούν περισσότερο και οι σοβαροί επαγγελµατίες επιβιώνουν οδηγώντας σε ένα καλύτερο µέλλον. Είναι τώρα που χρειάζεται ακόµα µεγαλύτερη προσπάθεια από την κάβα και τον χονδρέµπορο κρασιών. Είναι οι ειδικοί έµποροι του χώρου και το κρασί τους έχει ανάγκη. Με το πάθος και το µεράκι τους, µπορούν και πρέπει να συµβάλλουν στην αναγέννηση του κρασιού, ανακαλύπτοντας, προβάλλοντας και προωθώντας το νέο, αλλά και το διαχρονικά καλό. Είναι αυτοί που πρέπει να πάρουν από το χέρι τον πελάτη που θα µπει στο µαγαζί τους και να του µεταδώσουν την αγάπη και τη γνώση τους για το κρασί.
Το κλειδί της πώλησης
Και το σούπερ µάρκετ; Έχει στα αλήθεια λόγο να επενδύσει χρόνο και χρήµα στο κρασί όταν αρκεί µια τρανταχτή µείωση τιµής για να γεµίσουν τα καλάθια; Προφανώς και έχει. Το κρασί δεν είναι ρύζι και δεν είναι γάλα. Το κρασί πρέπει να το σεβαστείς και να το µεταχειριστείς σωστά, γιατί αλλιώς θα σε εκδικηθεί. Ο καταναλωτής του κρασιού θέλει ποιότητα, εξυπηρέτηση, ενηµέρωση και ψαγµένες προτάσεις πέρα από απλά καλή τιµή. Μα, πέρα από ανάγκη το σούπερ µάρκετ έχει και υποχρέωση να επενδύσει στην ποιοτική και επαγγελµατική προσέγγιση πίσω από την πώληση του κρασιού. Γιατί όντας το σηµαντικότερο πλέον κανάλι πώλησης κρασιών για τον πολύ κόσµο, η ευθύνη είναι µεγάλη. Στην κάβα του σούπερ µάρκετ µαθαίνει σήµερα το κρασί και την εξέλιξή του ο νέος, ο φοιτητής, ο µικροµεσαίος καταναλωτής. Είναι ευθύνη του σούπερ µάρκετ να του παρέχει σωστό, καλά συντηρηµένο και όχι οξειδωµένο κρασί, σωστές εσοδείες, ενηµερωµένη και πολυεπίπεδη γκάµα, οινική εκπαίδευση και service από εκπαιδευµένο στο αντικείµενο προσωπικό.
Το κρασί είναι µια µοναδική περίπτωση: αν αυτός που το εµπορεύεται το δει σαν «ακόµα ένα εµπόρευµα», η αποτυχία είναι σίγουρη. Αν το προσεγγίσει µε γνώση, αγάπη, πάθος, τότε µπορεί να ελπίζει σε επιτυχία. Κρασί από σούπερ µάρκετ ή κρασί από κάβα λοιπόν; Η απάντηση είναι απλή: κρασί από εκεί που το αγαπάνε το ίδιο ή και περισσότερο απ’ ό,τι εσείς!