Ελληνικό κρασί: κάθε μέρα και ψηλότερα!
Του Θόδωρου Λέλεκα*
Ξεκίνησα να ασχολούμαι επαγγελματικά με το κρασί το 2005. Στην αρχή ως δημοσιογράφος και blogger, λίγο αργότερα ως εκπαιδευτής ιδιωτών οινοφίλων και επαγγελματιών, ως κριτής σε μερικούς από τους μεγαλύτερους διεθνείς διαγωνισμούς οίνου και, εν τέλει, σύμβουλος εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε διάφορες κατηγορίες του ευρύτερου οινικού κλάδου.
Αγαπώ το ελληνικό κρασί, γι αυτό και το στηρίζω με όλες μου τις δυνάμεις. Είναι ένας κλάδος με ιστορία, αλλά και με λαμπρό μέλλον. Απαρτίζεται από ανθρώπους που, στην πλειονότητά τους, διέπονται από ήθος και αγάπη γι αυτό που κάνουν, έχουν όραμα, αλλά και μία δόση δημιουργικής… τρέλλας, η οποία τους βοηθάει όχι μόνο να δημιουργούν, αλλά και να επικοινωνούν τη δουλειά τους με πάθος και αποφασιστικότητα.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΣΙ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η περίοδος της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα ήταν (και είναι) ένα σημαντικό κεφάλαιο στη νεότερη ιστορία του κρασιού της χώρας. Είναι γεγονός ότι οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες «ζόρισαν» τόσο τα οινοποιεία σε μεμονωμένο επίπεδο, όσο και τον κλάδο γενικότερα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα αποτελέσματα της κρίσης ήταν μόνο αρνητικά. Κι αυτό γιατί σταδιακά αρχίσαμε να βλέπουμε τη δημιουργία νέων δεδομένων, αλλά και συνηθειών στην καταναλωτική συμπεριφορά και συνείδηση του οινόφιλου κοινού, καθώς και νέες πρακτικές στην εμπορική δραστηριότητα του κλάδου.
Για παράδειγμα, εγώ ο ίδιος παρατήρησα αυξημένη ζήτηση για γνώση γύρω από το κρασί, αλλά και νέους ανθρώπους με όρεξη να έρθουν πιο κοντά στο κρασί, να το αγκαλιάσουν και να το εντάξουν στην καθημερινότητά τους. Παράλληλα, αρχίσαμε να γινόμαστε πιο συνειδητοποιημένοι καταναλωτές, να αναζητούμε την ποιότητα, την τυπικότητα, τη μοναδικότητα. Να προσέχουμε – προφανώς – την τιμή, αλλά να δίνουμε προτεραιότητα στη μεγιστοποίηση της αξίας των χρημάτων μας. Κι αν η αγοραστική μας δύναμη μειώθηκε, η ποσότητα έδωσε τη θέση της στην ποιότητα, έτσι ώστε, ακόμα κι αν πίνουμε λιγότερο, να πίνουμε καλύτερα και να απολαμβάνουμε πραγματικά.
Σήμερα το κρασί έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έχουν παίξει τα winebars, μια κατηγορία στον τομέα της εστίασης που βοήθησε και βοηθάει αφάνταστα στην εκπαίδευση του κοινού, αλλά και στη διαμόρφωση τάσεων και άποψης στο κοινό. Το «κρασί σε ποτήρι» που αυτά – όπως και κάποια καλά εστιατόρια αλλά και all-day σημεία – βοήθησαν να καθιερωθεί, έμαθε τον κόσμο να δοκιμάζει διαφορετικά κρασιά, να πειραματίζεται και να τα ταιριάζει με διαφορετικές γεύσεις, αλλά και να περνάει το βράδυ του και να διασκεδάζει με αυτό, οικονομικά αλλά και απολαυστικά.
Σε επαγγελματικό επίπεδο είδαμε επίσης σημαντικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια. Μια βασική αλλαγή αφορά στον τιμολογιακό εξορθολογισμό του κρασιού σε όλο το μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας, αλλά κυρίως εκεί που ενδιαφέρει άμεσα τον καταναλωτή, δηλαδή στο εμπόριο και στην εστίαση. Ο αριθμός των οινοποιείων, εκεί που κανείς θα περίμενε να μειωθεί, αντιθέτως αυξήθηκε, κι έτσι αυτά, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του 2017, έφτασαν τα 1000!
ΟΙ ΕΞΑΓΩΓΕΣ
Η πιο σημαντική, όμως, εξέλιξη στον οινικό κλάδο, την οποία προσωπικά θεωρώ άρρηκτα ταυτισμένη με την κρίση, ήταν η στροφή στις εξαγωγές, οι οποίες μέχρι την αρχή της δεκαετίας του 2000 θεωρούνταν πολυτέλεια, σύντομα όμως αποδείχτηκαν κάτι παραπάνω από απαραίτητες. Όλο αυτό ξεκίνησε σε μεμονωμένο επίπεδο από τα οινοποιεία που άρχισαν να γίνονται πιο εξωστρεφή, προσεγγίζοντας από μόνα τους νέες αγορές και κοινά μέσω εκθέσεων, διαγωνισμών και roadshows, ενώ στη συνέχεια ήρθε το διεπαγγελματικό όργανο του ελληνικού κρασιού, η ΕΔΟΑΟ, να κάνει την προσπάθεια πιο συλλογική και σημαντική, εκπονώντας και εφαρμόζοντας το «Στρατηγικό Σχέδιο» για την προώθηση του κρασιού μας σε επιλεγμένες αγορές του εξωτερικού.
Τα αποτελέσματα άρχισαν να φαίνονται πολύ άμεσα. Σύμφωνα με στοιχεία από μελέτη της εταιρείας Stochasis, το 2016 οι εξαγωγέςκρασιού διαμορφώθηκαν σε 30.300 τόνους, αξίας 73,7 εκατ. ευρώ, οι οποίες αντιπροσώπευαν το 11,7% της εγχώριας παραγωγής σε όγκο και προορίζονταν κυρίως για τη Γερμανία. Η πρόκληση που ακολούθησε ήταν η γεωγραφική επέκταση σε μεγάλες και ώριμες αγορές, όπως αυτές των ΗΠΑ, του Καναδά, της Ρωσίας κλπ. Πέρα από νούμερα και ποσοστά όμως, η αναγνωρισιμότητα και η δημοτικότητα του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό αυξάνεται μέρα με τη μέρα, όπως αυξάνονται συνεχώς οι διακρίσεις και τα μετάλλια των κρασιών μας σε διεθνείς διαγωνισμούς και κατατάξεις έγκριτων περιοδικών και οινοκριτικών, καθώς και οι «εγγραφές» ελληνικών ετικετών στις λίστες κρασιών κορυφαίων εστιατορίων ανά τον πλανήτη.
ΟΙΝΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ – ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Σε μια εποχή που όλοι συμφωνούν ότι το μελλον της τουριστικής βιομηχανίας είναι ο θεματικός τουρισμός, σε συνδυασμό με την παροχή μοναδικών εμπειριών σε ομάδες επισκεπτών υψηλής οικονομικής επιφάνειας, η ελληνική οινο-γαστρονομία έρχεται να κεντρίσει το ενδιαφέρον μεμονωμένων τουριστών, αλλά και των μεγαλύτερων τουριστικών πρακτορείων του πλανήτη. Με επίκεντρο τις αυθεντικές, τοπικές γεύσεις και προϊόντα, τα κρασιά από γηγενείς ποικιλίες, αλλά και τη γενικότερη εμπειρία μας στην φιλοξενία, ένα νέο προϊόν έχει προστεθεί τα τελευταία χρόνια στο τουριστικό μας «οπλοστάσιο» και δείχνει να κερδίζει συνεχώς την προτίμηση τόσο απλών επισκεπτών που ενσωματώνουν ένα οινοτουριστικό κομμάτι στις διακοπές που έτσι κι αλλιώς κάνουν στη χώρα μας, όσο και κοσμοπολίτες, τουρίστες, «πλούσιους» όχι μόνο σε χρήματα αλλά – κυρίως – σε εμπειρίες, για τους οποίους η ευκαιρία να ζήσουν «όπως οι ντόπιοι» και να απολαύσουν αυθεντικές γεύσεις και ποιοτικά τοπικά κρασιά, είναι, από μόνα τους, ο προορισμός!
Ίσως η πιο θετική πτυχή του φαινομένου αυτού όμως είναι η αποδοχή και η διάδωσή του από εμάς τους ίδιους. Στο πλαίσιο μιας ολοένα και πιο δυνατής οινικής κουλτούρας που παγιώνεται στην Ελλάδα, ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός οινοφίλων αξιοποιεί τις διακοπές, τις αργίες, τα Σαββατοκύριακά του, σε οινοπαραγωγικές ζώνες της χώρας με υποδομές εστίασης και φιλοξενίας (πχ. Νεμέα, Εύβοια, Νάουσα, Σαντορίνη) για να ζήσει στιγμές απόλαυσης και ξενοιασιάς στα μέρη όπου το κρασί γεννιέται και κατέχει πρωταγωνιστικό (και συχνά ιστορικό) ρόλο.
Γενικά, η έννοια της «οινικής κουλτούρας» είναι αυτό που πρέπει να μας μείνει – γιατί ήρθε για να μείνει. Λίγο η ιστορία μας, λίγο η αγάπη μας για τη γεύση και την καλοπέραση, ακόμα και η κρίση που μας έφερε πιο κοντά γύρω από ένα τραπέζι και ένα μπουκάλι κρασί, είναι μερικοί από τους παράγοντες που όσο ο οινικός μας κλάδος αναπτύσσεται και δυναμώνει εντός και εκτός συνόρων τόσο το καταναλωτικό κοινό θα είναι όλο και πιο έτοιμο να τον στηρίξει και να απολαύσει τους καρπούς των προσπαθειών του.
* Ο Θόδωρος Λέλεκας είναι δημοσιογράφος οίνου και ανήκει στην συντακτική ομάδα του περιοδικού «ΟΙΝΟΧΟΟΣ», της εφημερίδας Καθημερινή. Παράλληλα, είναι μέλος του Δ.Σ. (μέχρι πρόσφατα Αντιπρόεδρος) της FIJEV, της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων και Συγγραφέων Οίνου & Αποσταγμάτων