ΔΙΑΦΟΡΑ

Οινοποιείο Ντούγκος: Πανάρχαια αρώματα και γεύσεις του Ολύμπου

Share

Με το αµπέλι στo DNA τους, τα αδέλφια Θάνος και Λουίζα Ντούγκου έχουν βάλει σκοπό ν΄απογειώσουν την οινική παραγωγή της Κοιλάδας των Τεµπών οινοποιώντας µικρές ποσότητες αλλά µε µεγάλο πάθος

Σ ε ένα γοητευτικό ταξίδι δημιουργίας εξελίχθηκε η είσοδος της οικογένειας Δημητρίου Ντούγκου το 1991 στον κόσμο του ελληνικού κρασιού. Τόσο στο ελπιδοφόρο ξεκίνημα, όσο και κυρίως μετά την είσοδο της νεότερης γενιάς της οικογένειας, του Θάνου και της Λουίζας Ντούγκου, κυριάρχησαν το πάθος και η φιλοσοφία για βελτίωση της ποιότητας, με σεβασμό στην προστασία του περιβάλλοντος και την υγεία των καταναλωτών μέσω της βιολογικής καλλιέργειας αμπέλου.

Εξήντα τέσσερα στρέμματα ιδιόκτητων βιολογικών αμπελώνων, 12 ελληνικές και γαλλικές ποικιλίες, 8 μοναδικές ετικέτες, 9 χώρες εξαγωγής, μαρτυρούν την ανοδική πορεία ενός παραδοσιακού οινοποιείου, που βρίσκεται στην αγκαλιά της κοιλάδας των Τεμπών και του  Ολύμπου, σε μια πανέμορφη ιστορική περιοχή, με θέα τον Κίσσαβο και τα Αμπελάκια. Μούσες, νύμφες και θεοί περιδιάβαιναν στα μονοπάτια της και λούζονταν στα νερά του Πηνειού, που σμίγει λίγο πιο κάτω με τη θάλασσα.

Στις πλαγιές του Ολύμπου

Οι αμπελώνες βρίσκονται σε υψόμετρο 550-700 μέτρων στις βορειοανατολικές πλαγιές του Ολύμπου, στις θέσεις Προσήλια και Τουρτούρα Ραψάνης. Το έδαφος είναι πετρώδες σχιστολιθικό, πλούσιο σε οργανική ουσία και σε συνδυασμό με το ιδανικό, μικρόκλιμα, δίνει, σύμφωνα με τον γεωπόνο και υπεύθυνο για τους αμπελώνες, Θάνο Ντούγκο, θαυμάσια οργανοληπτικά χαρακτηριστικά στο κρασί.
Η καλλιέργεια είναι ξηρική, βιολογική με αποτέλεσμα η στρεμματική απόδοση να μην ξεπερνά τα 500-800 κιλά/στρέμμα. Στους αμπελώνες καλλιεργούνται οι ελληνικές ποικιλίες Ξινόμαυρο, Κρασάτο, Σταυρωτό, Λημνιώνα, Ροδίτης, Ασύρτικο, Μπατίκι και οι γαλλικές Syrah, Μerlot, Cabernet Sauvignon, Cabernet Franc, Grenache Rouge.
Το οινοποιείο,σε έκταση 8 στρεμμάτων με αμπέλι, περιλαμβάνει και εκθετήριο 29 ποικιλιών σταφυλιού. Εδώ έχει δημιουργηθεί ένα κτίριο παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, με σύγχρονη υλικοτεχνική υποδομή, όπου οι μοντέρνες τεχνικές οινοποίησης συνδυάζονται με την παράδοση και το σεβασμό προς το περιβάλλον.
Καλύπτει χώρο 500 τ.μ. με 250 τ.μ. υπόγειο κελάρι – κόσμημα, όπου υπομονετικά ωριμάζουν τα ερυθρά κρασιά σε γαλλικά και αμερικανικά δρύινα βαρέλια και είναι επισκέψιμο κατόπιν συνεννοήσεως.  «Οινοποιώντας μικρές ποσότητες με υψηλή ποιότητα, εργαζόμαστε με πάθος, αγάπη και μεράκι, στοιχεία τα οποία μοιραζόμαστε μαζί σας, όταν απολαμβάνετε μια φιάλη οίνου του αμπελώνα μας», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Θάνος Ντούγκος, που μας ξενάγησε στο οινοποιείο.

Το κρασί θέλει συναίσθημα

«Το καλό κρασί γίνεται στο αμπέλι, όπου η καλή πρώτη ύλη, το σταφύλι, απογειώνει το αποτέλεσμα. Ο οινολόγος σαν παραλάβει το καλό αυτό σταφύλι, εύκολα το μετατρέπει σε καλό κρασί. Το να κάνεις κρασί είναι εύκολο, το να κάνεις καλό κρασί έχει τη δυσκολία του» τονίζει χαρακτηριστικά η Λουίζα Ντούγκου, η οποία σπούδασε Χημικός στο ΑΠΘ, συνέχισε με Αμπελουργία-Οινολογία στην Β. Ιταλία και εργάστηκε για δύο χρόνια σε οινοποιεία της Ούντινε και της Σικελίας, ενώ από το 2006 έχει αναλάβει το τμήμα παραγωγής, οικονομικών και πωλήσεων σε Ευρώπη.
Και συμπληρώνει:  «Το «μεγάλο» κρασί θέλει φτωχό αμπέλι και πλούσιο οινοποιό. Φτωχό αμπέλι σημαίνει ότι έχει μικρή στρεμματική απόδοση, άρα πιο συμπυκνωμένο καρπό. Πλούσιος οινοποιός είναι αυτός που έχει την υλικοτεχνική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαχειριστεί αυτόν το συμπυκνωμένο καρπό σε άριστες συνθήκες και να βγάλει αυτό το « μεγάλο» κρασί. Σε όλα τα στάδια προσέχουμε, όμως το σημαντικότερο είναι η διαχείριση της πρώτης ύλης στον αμπελώνα. Υπάρχουν στη χώρα μας επαγγελματίες οινοποιοί, όπως εμείς, και επιχειρηματίες οινοποιοί που απλά επενδύουν και πιθανώς να μην έχουν πατήσει ποτέ σε αμπελώνα… Το κρασί θέλει και συναίσθημα για να απογειώσει αυτόν που το διάλεξε για παρέα του», συμπληρώνει.

Η βαριά βιομηχανία

«Δεν μπορεί να υποδεχόμαστε 24.000.000 τουρίστες και να μην έχουν πρόσβαση στα καλά ελληνικά κρασιά. Τους έχουμε στα πόδια μας και αναγκαζόμαστε να πηγαίνουμε στις χώρες τους για να μας γνωρίσουν» αναφέρει ο κ. Ντούγκος και συνεχίζει: «Η «βαριά» βιομηχανία της Ελλάδας είναι το κρασί, το λάδι, το τυρί και τα σιτηρά, όμως «χάνονται στη μετάφραση»! Ο τουρισμός είναι άμεσα συνδεδεμένος με τα προϊόντα που παράγει κάθε χώρα. Η Τοσκάνη έχει 30.000.000 οινογαστρονομικούς τουρίστες, αντιμετωπίζοντας τα παραπάνω ως επιστήμη, φυσικά με πολλαπλά οφέλη για τους κατοίκους της.

Επτά χρόνια αγώνα για το ΠΟΠ Ραψάνη

Είναι το κρασί του τόπου μας, λέει ο Θάνος Ντούγκος, που κλείνει στο μπουκάλι του όλα τα αρώματα και τις πανάρχαιες γεύσεις του Ολύμπου

«Μετά από επτά χρόνια προσπαθειών καταφέραµε να πάρουµε την ονοµασία Π.Ο.Π. Ραψάνη, µε το οποίο κυκλοφορούν στην αγορά δύο οίνοι ερυθροί ξηροί, η «ΡΑΨΑΝΗ» και η «ΡΑΨΑΝΗ OLD VINES». Είµαστε προσηλωµένοι στην καλλιέργεια και παραγωγή καλού κρασιού και διαρκώς ενηµερωνόµαστε για τα τελευταία επιτεύγµατα στον παγκόσµιο οινικό χάρτη», αναφέρει χαρακτηριστικά η Λουίζα Ντούγκου. Παράλληλα ο Θάνος Ντούγκος συµπληρώνει: «Εδώ και τρία χρόνια είµαστε σε ευρωπαϊκά προγράµµατα προώθησης οίνου προς Τρίτες χώρες, χρηµατοδοτούµενα από την Ε.Ε. και τα «τρέχουµε» στη Νέα Υόρκη, όπου θα βρεθώ πάλι σε λίγες µέρες. Έως τώρα, µε επτά επισκέψεις µας εκεί, σε εστιατόρια και κάβες προωθούµε τα κρασιά µας κάνοντας winemakers diner (δείπνο οινοποιού), δηλαδή παρουσιάζοντάς τα στα πλαίσια γαστρονοµικού δείπνου µε συγκεκριµένα πιάτα. Οι καλεσµένοι είναι αναγνωρισµένοι επαγγελµατίες στο χώρο του κρασιού. Εκεί δεχτήκαµε παραγγελίες, αφού τα κρασιά µας εντάχτηκαν στους καταλόγους τους. Αν και το κρασί «ΜΕΘ’ ΥΜΩΝ» µας έκανε περήφανους και ευρέως γνωστούς, συχνά σε φίλους και πελάτες προτείνω το «ΡΑΨΑΝΗ», για να απολαύσουν το κρασί του τόπου µας, που κλείνει στο µπουκάλι του όλα τα αρώµατα και τις πανάρχαιες γεύσεις του Ολύµπου και της κοιλάδας των Τεµπών».

Οι ξένες αγορές είναι σκληρές

Σήμερα το οινοποιείο απασχολεί έως και δέκα άτομα και παράγει κοντά στις 70.000 φιάλες, εκ των οποίων πάνω από το μισό εξάγεται στις ΗΠΑ, την Αυστραλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Γερμανία, την Αυστρία, την Κύπρο, την Ελβετία και το Χονγκ-Κονγκ.
«Μέχρι το 2008 οι εξαγωγές δεν ξεπερνούσαν το 5% της παραγωγής. Αρχικά το 70% απορροφούνταν από το νομό Λάρισας, ο οποίος μας στήριξε και μας στηρίζει. Με την έλευση όμως της κρίσης, το πρώτο που έκοψε ο καταναλωτής ήταν το εμφιαλωμένο κρασί. Έτσι το 2009 έπεσαν οι πωλήσεις 50%! Αυτό αποτέλεσε σύνθημα για αναζήτηση νέων αγορών» αναφέρει ο κ. Ντούγκος. «Βγαίναμε σε θεματικές εκθέσεις στη Γερμανία με επισκέπτες απ’ όλο τον πλανήτη. Αναγκαστήκαμε να τους βλέπουμε όλους ως δυνητικά πελάτες μας. Οι αγορές του εξωτερικού είναι σκληρές, με δικούς τους νόμους και υπέρτατο όλων την ποιοτική σταθερότητα και διάρκεια. Θέλουν το σωστό προϊόν στη σωστή τιμή και τον σωστό χρόνο. Οι σοβαροί αγοραστές δοκιμάζουν χρόνια και μετά κάνουν δουλειά», συμπληρώνει.

Πηγή

To Top