ΔΙΑΦΟΡΑ

H γοητεία των φυσαλίδων

Share

Το αφρώδες κρασί αποτελούσε πάντοτε ένα από τα οινικά διαμάντια για τους οινόφιλους ανά τον κόσμο και δεν είναι τυχαία η ξεχωριστή θέση που κρατούν τα κρασιά του συγκεκριμένου τύπου κατηγορίας στον παγκόσμιο οινικό χάρτη, ούτε οι τιμές που χρειάζεται να καταβάλλει κανείς για να απολαύσει φυσαλίδες πρώτης κατηγορίας από «καλά σπίτια»

Είναι σχεδόν φετίχ για τους οινόφιλους το να γεµίσουν ένα ποτήρι και να υποκύψουν στη γοητεία των φυσαλίδων απολαµβάνοντας το χρυσό κορδόνι που ανεβαίνει ηδονικά στα χείλη του ποτηριού. Να µυρίσουν και να αισθανθούν, να τους τυλίξουν τα αρώµατα, να νιώσουν στο στόµα χιλιάδες εκρήξεις.

Από το κορυφαίο κρασί του είδους, τη σαµπάνια, και το µύθο που την περιβάλλει έως τις αντίστοιχης ποιότητας οινοποιήσεις που προέρχονται από άλλες οινοπαραγωγικές περιοχές εκτός της Καµπανίας, λευκά, ροζέ, και κόκκινα κρασιά διαφόρων επιπέδων γλυκύτητας, από εντελώς ξηρά έως πολύ γλυκά, πάντα όµως µε αφρό και εκρηκτικές φυσαλίδες, κερδίζουν τις εντυπώσεις και από ότι φαίνεται ολοένα και περισσότερους καταναλωτές.
Σύµφωνα µε τα στοιχεία και τις εκτιµήσεις των ανθρώπων του κρασιού, οι αφρώδεις οίνοι θεωρούνται η ταχύτερα ανερχόµενη κατηγορία κρασιών παγκοσµίως, µε κατανάλωση που φθάνει πλέον στα 2,5 δισ. φιάλες. Το 75% της µεγάλης αυτής πίτας  µοιράζονται σχεδόν ισοµερώς τρεις χώρες: η Γαλλία µε τη σαµπάνια, η Ιταλία µε τα Prosecco και η Ισπανία µε τα Cavas.

Η Ελλάδα έχει παράδοση στο χώρο του αφρώδους κρασιού µε προσπάθειες που πάνε περισσότερο από πενήντα χρόνια πίσω και γεωγραφικά εντοπίζονται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, στην Αρκαδία και στη Ρόδο. Όµως είναι ολοένα και περισσότεροι οι έλληνες οινοποιοί που πιστεύουν στη δυναµική τάση  που χαρακτηρίζει τα αφρώδη κρασιά, επενδύουν στο προϊόν και πειραµατίζονται µε τις ελληνικές ποικιλίες αµπέλου επιτυγχάνοντας εξαιρετικά αποτελέσµατα και ποιότητα που εκπλήσσει.

Οι οινοποιοί προσπαθούν να φέρουν τον Ελληνα καταναλωτή πιο κοντά στα αφρώδη κρασιά, καθιστώντας τα µέρος της καθηµερινότητάς του, όπως συµβαίνει στο εξωτερικό καθώς  πιστεύουν ότι το αφρώδες κρασί αδικείται αν επιφορτιστεί µόνο µε το ρόλο της συνοδείας εορταστικών εκδηλώσεων. Οι λάτρεις του αφρώδους επιµένουν πως δεν είναι απαραίτητο να αναζητά κανείς το «άλλοθι της επισηµότητας» για να απολαύσει ένα τόσο υπέροχο κρασί. Είναι αξιοσηµείωτο πως τα ελληνικά αφρώδη κρασιά έχουν βρει σηµαντική διέξοδο στο εξωτερικό σε αγορές µε πολύ µεγάλη παράδοση στην κατανάλωση τέτοιων κρασιών, όπως είναι για παράδειγµα η Γερµανία.

Το Wine Trails µίλησε µε πολλούς από τους ανθρώπους της ελληνικής φυσαλίδας και διαπίστωσε ότι οι προσπάθειες για το ελληνικό αφρώδες βρίσκονται σήµερα σε καλύτερο δρόµο από ποτέ.

Blink Wines
Ο οινολόγος και οινοπαραγωγός Παύλος Αργυρόπουλος δηµιουργός της Blink Wines, έχει µια παλιά σχέση µε το αφρώδες κρασί απασχολούµενος στη Γαλλία και στη Γερµανία σε οινοποιεία του Ρήνου. Το 1987 σαν οινοποιός της εταιρίας Τσάνταλη έκανε τα πρώτα του βήµατα στην παραγωγή του ελληνικού αφρώδους αλλά η ουσιαστική του παραγωγική ανάπτυξη στο συγκεκριµένο τοµέα ξεκίνησε όταν έφτιαξε τον δικό του αµπελώνα, αξιοποιώντας µάλιστα συνεργασίες του µε παραγωγούς της Λήµνου, περιοχή µε ιδιαίτερο οινολογικό ενδιαφέρον.
«∆εν είναι εύκολο το παιχνίδι του αφρώδους οίνου. Είναι πιο δύσκολο από το να κάνεις ήσυχο κρασί. Πολλοί παραγωγοί δίνουν µοντέρνο προφίλ στο προϊόν τους. Έτσι κερδίζεται η αγορά. Η ποιότητα πρέπει να είναι απαράβατος κανόνας», σχολιάζει ο Παύλος Αργυρόπουλος και καταγράφει τις κινήσεις που έκανε στην αγορά: «Ξεκίνησα το Blink από Μοσχάτο το 2007 µε 5.000 φιάλες και σήµερα η παραγωγή αγγίζει τις 40.000 εκ των οποίων οι 10.000 φιάλες καταναλώνονται στο εσωτερικό και οι υπόλοιπες στο εξωτερικό. Τα ελληνικά αφρώδη βρίσκουν αγορές στο εξωτερικό όπως το Blink που έχει τύχει καλής υποδοχής στην Αµερική. Το περιοδικό Wine and Spirits το χαρακτήρισε κρασί για το καλοκαίρι. Γενικότερα φαίνεται ότι τη διεθνή αγορά την έχουν κουράσει οι ακριβές τιµές και υπάρχει πλέον χώρος για αυτά τα κρασιά  της µεσαίας κατηγορίας».
Η εσωτερική αγορά ήταν πιο δύσκολη για τα αφρώδη. «Οι καταναλωτές αντιµετώπιζαν κατά αρχήν µε δυσπιστία το ελληνικό αφρώδες κρασί γιατί δεν είχαν εµπειρίες από ποιοτικά ελληνικά αφρώδη προτιµώντας τα εισαγόµενα», λέει ο κ. Αργυρόπουλος και συνεχίζει: «Σήµερα η εικόνα έχει διαφοροποιηθεί και έχουν µπει αρκετοί οινοποιοί  στην παραγωγή αφρωδών οίνων ενώ η εγχώρια κατανάλωση αναπτύσσεται. Θέλαµε να προσεγγίσουµε το νεανικό κοινό για αυτό χτίσαµε µια νεανική εικόνα της φιάλης –που πήρε χρυσό σχεδιασµού στην Αµερική στην κατηγορία του-για ένα ποτό καθηµερινό ποιοτικό και όχι σαν µια σαµπάνια που πάει να µιµηθεί τους Γάλλους».
Σύµφωνα µε τον κ. Αργυρόπουλο, η διαδικασία παραγωγής αφρώδους µε την µέθοδο της Καµπανίας ενδείκνυται σε ορισµένες ποικιλίες όπως Chardonnay, Pinot ή Ασύρτικο που έχουν οξύτητα και η µακροχρόνια ωρίµανση σε φιάλες βοηθά το κρασί να κερδίσει  σε αρώµατα αλλά και σε «πάχος» που στερείται από την φύση του. «Η ζύµωση στην φιάλη δεν προσφέρεται για τον χειρισµό αρωµατικών ποικιλιών όπως το Μοσχάτο Λήµνου, που θέλει µικρές δεξαµενές ώστε να γίνει η ζύµωση σε χαµηλότερη θερµοκρασία για να διαφυλαχθούν τα πρωτογενή αρώµατα», τονίζει.

Κτήµα Τσέλεπου
Το Κτήµα Τσέλεπου παράγει το Amalia Brut ήδη από το 1997 ως προσωπική  επιλογή και «στοίχηµα» του ίδιου  του οινοποιού και οινολόγου Γιάννη Τσέλεπου -πολύπειρου στις ιδιαιτερότητες του αρκαδικού αµπελώνα- να φτιάξει ένα ποιοτικό αφρώδες από Μοσχοφίλερο.
«Το Μοσχοφίλερο είναι µια ποικιλία που έχει τις προδιαγραφές για αφρώδες κρασί µε οξύτητες, και λεπτά αρώµατα», λέει ο κ. Τσέλεπος και συνεχίζει: «Ξεκίνησα το 1997 και η πορεία του προϊόντος έδειξε ότι δικαιώθηκαν οι επιλογές µου. Ακολουθώ την παραδοσιακή µέθοδο παραγωγής της Καµπανίας µε τη δεύτερη ζύµωση στη φιάλη, αλλά δεν θέλω να αντιγράφω τη σαµπάνια. Επιδίωξη µου είναι να αναδεικνύεται µε τον καλύτερο τρόπο ο ντελικάτος χαρακτήρας του Μοσχοφίλερου». Η παραγωγή της Amalia Brut  φθάνει τις 70.000 φιάλες εκ των οποίων το 80%  πουλιούνται στο εξωτερικό σε αγορές όπως η Αµερική, ο Καναδάς, η Αυστραλία, το Βέλγιο. Η παραγωγή µπορεί να φτάσει τις 100.000 φιάλες καθώς έχει δηµιουργηθεί η υποδοµή µετά από επένδυση ύψους 1 εκατ. ευρώ. Μόνο η ειδική γραµµή εµφιάλωσης αφρώδους για 1.500 φιάλες την ώρα κόστισε 700.000 ευρώ.
Καταγράφοντας τα ειδικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς ο Γιάννης Τσέλεπος σηµειώνει: «Το κρασί µου το επιλέγουν οινόφιλοι από 35-50 χρονών.  Ο Έλληνας δεν έχει αναπτύξει την κουλτούρα για την κατανάλωση του αφρώδους κρασιού. Η διάθεση του να συνοδέψει το φαγητό του µε ένα κρασί αυτού του τύπου µόλις τώρα δηµιουργείται. Το αφρώδες κρασί δεν είναι µόνο για τις φιέστες αλλά µπορεί να ταιριάξει µε όλες τις στιγµές».

Κτήµα Κυρ-Γιάννη
Το Κτήµα Κυρ-Γιάννη δηµιούργησε µια από τις πλέον καινούργιες ελληνικές ετικέτες αφρώδους βάζοντας στην αγορά το  Ακακίες Sparkling, βασισµένο στο πολύ επιτυχηµένο ροζέ Ακακίες από Ξινόµαυρο. «Επιλέξαµε το Αµύνταιο, µια περιοχή η οποία δίνει κρασιά ροζέ ΠΟΠ, για να απευθυνθούµε στην παγκόσµια αγορά αφρώδους που δείχνει να αναπτύσσεται µε ισχυρούς ρυθµούς», λέει ο επικεφαλής του Κτήµατος, Στέλιος Μπουτάρης και συνεχίζει: «Στην ελληνική αγορά πήγε καλά το αφρώδες κρασί µας αλλά εκεί που η επιτυχία του ξεπέρασε κάθε προσδοκία είναι το εξωτερικό. Στην Αµερική έχει αναδειχθεί το προϊόν µας  µε τις υψηλότερες πωλήσεις». Ο κ. Μπουτάρης αναφέρει ότι  στην Ελλάδα θεωρείται ακριβό το αφρώδες και στόχος είναι να µεταβληθεί αυτή η άποψη. Το Κτήµα σε συνεργασία µε εταιρία Καρούλιας που έχει τη διανοµή των προϊόντων του σχεδιάζει µια εντονότερη προώθηση του αφρώδους στα wine bar,  όπου υπάρχει δισταγµός για τα αφρώδη καθώς µια ανοιχτή φιάλη δεν µπορεί εύκολα να διατηρηθεί για µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα. Το Ακακίες Sparkling ξεκίνησε το 2012 µε 24.000 φιάλες, το 2014 αυξήθηκαν σε 50.000 φιάλες και οι εκτιµήσεις για το 2015 είναι ότι θα φθάσει τις 70.000. «Ηδη ετοιµάζουµε µια µεγάλη επένδυση ύψους 2 εκατ, ευρώ η οποία θα αυξήσει συνολικά την παραγωγική ικανότητα του Κτήµατος στις 1 εκατ. φιάλες. Οι 500.000 ευρώ θα αφορούν µόνο το αφρώδες», λέει ο Στέλιος Μπουτάρης.

Ζοίνος Α.Ε.
Η εταιρία Ζοίνος ξεκίνησε την παραγωγή των αφρωδών οίνων από το 1974, ως  Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισµών Ιωαννίνων και συνεχίζει µε τη σηµερινή της µορφή και όνοµα µετά την απόσχιση του 2006. «Το παραδοσιακό ζητσιώτικο κρασί είναι ένας ηµιαφρώδης οίνος και σε αυτό συµβάλουν  οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή την περίοδο του τρύγου. Ο τρύγος στη Ζίτσα είναι όψιµος και το ψύχος εµφανίζεται σχετικά νωρίς µε αποτέλεσµα την διακοπή της ζύµωσης στα βαρέλια και την ύπαρξη αζύµωτων σακχάρων στο κρασί. Μετά την εµφιάλωση και µε την άνοδο της θερµοκρασίας την άνοιξη ξεκινά δεύτερη ζύµωση στις φιάλες και η παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα. Αυτό είναι το παραδοσιακό κρασί της Ζίτσας. Η Ζοίνος ακολουθεί αυτή την παράδοση και παράγει το γνωστό ηµιαφρώδη οίνο της Ζίτσας από την βασική ΠΟΠ ποικιλία στην περιοχή τη λευκή ποικιλία  Ντεµπίνα», λέει η κα. Ελένη Σίντου χηµικός οινολόγος, υπεύθυνη παραγωγής και ποιοτικού ελέγχου στο οινοποιείο της εταιρίας. Οι αµπελώνες βρίσκονται σε υψόµετρο 550-700 µ , τα εδάφη είναι ασβεστολιθικά επικλινή και η απόδοση ανά στρέµµα για την Ντεµπίνα είναι 800-1000 kgr ενώ για τις δύο κόκκινες ποικιλίες 600 – 800 kgr το στρέµµα.
Και οι 2 αφρώδεις οίνοι της Ζοίνος παράγονται µε την µέθοδο της κλειστής δεξαµενής µόνο που ο λευκός Ζίτσας ηµιαφρώδης είναι µονοποικιλιακός ενώ ο Aurelia είναι τοπικός ηπειρώτικος οίνος από τρεις αυτόχθονες ποικιλίες της περιοχής Ντεµπίνα, Βλάχικο, Μπεκιάρι. «Η συγκεκριµένη µέθοδος παραγωγής δίνει εξαιρετικά αποτελέσµατα διότι αναδεικνύει τον φρουτώδη χαρακτήρα των ποικιλιών και µαζί µε την φυσική οξύτητα δίνει µια φρεσκάδα και διάρκεια στα προϊόντα», λέει η κα Σίντου.  Ο ροζέ Aurelia είναι ένα σχετικά καινούργιο κρασί που ξεκίνησε το 2009 µε µια πειραµατική εµφιάλωση ενώ από το Νοέµβριο του 2013 εµφιαλώνεται µε την σηµερινή µορφή του και έχει ανοδική πορεία. Η κα Σίντου σηµειώνει: «Ο λευκός οίνος Ζίτσα ηµιαφρώδης εµφιαλώνεται από το 1974 µε αρχική κατανάλωση 7.000 φιάλες το έτος που σήµερα έχει φτάσει τις 50.000 φιάλες και την τελευταία 5ετία παρουσιάζει σηµαντική άνοδο.
Το ελληνικό κοινό ανταποκρίνεται πολύ θετικά σε αυτή την κατηγορία κρασιών ενώ άνοδο επίσης παρουσιάζουν και τα δύο αφρώδη στην αγορά του εξωτερικού τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αµερική».

Cair Ρόδος
Η Cair, η συνεταιριστική οινοποιία της Ρόδου ήταν η πρώτη στον ελληνικό χώρο εταιρία, που έφτιαξε αφρώδες κρασί, ήδη από το 1928 ως ροδιο-ιταλική Compagnia Agroicola Industiale Rodi πριν ακόµη τα ∆ωδεκάνησα αποτελέσουν µέρος του ελληνικού κράτους.  Η σύγχρονη οινοποιητική της ιστορία ξεκίνησε από το 1960 όταν ο φωτισµένος χηµικός οινολόγος Τάσος Χατζησταµατίου σε συνεργασία µε την τότε διοίκηση τόλµησαν να ξεκινήσουν την  παραγωγή αφρώδους εκτοξεύοντας τις πωλήσεις της Cair εντός και εκτός Ελλάδος στις  1.500.000 φιάλες. Την οινοποιητική παράδοση συνεχίσει σήµερα ως διευθύντρια παραγωγής η κα Εύη Χατζησταµατίου, κόρη του Τάσου, η οποία αφού ολοκλήρωσε σπουδές χηµικού στο ΑΠΘ και οινολόγου στο Bordeaux, εργάζεται από το 1992 στην Cair.
Η ίδια εξηγεί τα δεδοµένα της παραγωγής: «Οι µέθοδοι που χρησιµοποιούµε για την  κλασική Brut είναι η  methode champenoise.∆ηλαδή, το κρασί βάσης όπως ονοµάζεται εµφιαλώνεται αφού προστεθεί ορισµένη ποσότητα διαλύµατος ζαχαρόζης και ζύµες. Η δεύτερη αυτή ζύµωση απαιτεί αρκετούς µήνες και έχει ως αποτέλεσµα τη συγκράτηση του παραγόµενου διοξειδίου του άνθρακα µέσα στη καλά κλειστή φιάλη. Το κρασί µένει  σε επαφή µε την υποστάθµη που έχει δηµιουργήσει η ζύµωση. Η υποστάθµη αυτή αποτελείται κυρίως από ζύµες και η  επαφή εµπλουτίζει το κρασί  µε επιπλέον αρωµατικές ενώσεις. Με τη µέθοδο του remouage που γίνεται µε giropallete η στάθµη οδηγείται στο λαιµό της φιάλης. Στη συνέχεια αυτό το σηµείο µπαίνει σε παγοκυψελες παγώνει και αφαιρείται και αµέσως µετά γίνεται η προσθήκη του liqueur de expedition ανάλογα για το αν θέλουµε να  την κάνουµε brut ή demisec. Αυτή η διαδικασία δίνει προϊόντα υψηλής  ποιότητας . Για την παραγωγή της Boheme λεύκης και Ροζέ καθώς και της Μοs (αφρώδης από 100% Μοσχάτο Τράνι) χρησιµοποιούµε την τεχνική της ζύµωσης  σε κλειστή δεξαµενή. Η ποικιλία που οινοποιείται όσον αφορά τις κλασικές brut και  Demisec είναι το Αθηρι.  Για την Boheme λευκή χρησιµοποιούµε Αθήρι 80% και Μοσχάτο 20%, για την Ροζέ Μανδηλαριά και Μοσχάτο ενώ για την Mos 100% Μοσχάτο Τράνι. Το νέο σύγχρονο εργοστάσιο της Cair καλύπτει στεγασµένους χώρους  30 περίπου στρεµµάτων. «Η αρχική παραγωγή της Cair που είχε φθάσει το 1,5 εκατ. φιάλες το 1960 έχει υποχωρήσει σήµερα στις 500.000 φιάλες ως αποτέλεσµα και της µεγάλης εισαγωγής αφρωδών λέει η Εύη Χατζησταµατίου και προσθέτει: «Ωστόσο τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες καταναλωτές στρέφονται προς τα αφρώδη κυρίως αυτά τύπου cremant τα οποία  πιάνουν κυρίως το νεανικό κοινό.  Γι αυτό και εµείς παρουσιάσαµε την κατηγορία Boheme που απευθύνεται στους νέους και έχει παρά πολύ µεγάλη ανταπόκριση.  Γενικά ο Έλληνας διστάζει  να συνοδεύει  το γεύµα του  µε αφρώδη οίνο, χάνοντας τα εξαιρετικά ταιριάσµατα που µπορεί να κάνει ένας αφρώδης brut µε θαλασσινά, οστρακοειδή, ακόµη και ελληνικά µεζεδάκια, finger food,  λιπαρά τυριά».

Κτήµα Καρανίκα
Ο οινολόγος Laurens Hartman ο οποίος διευθύνει το Κτήµα Καρανίκα ξεκίνησε από το 2009 την παραγωγή ενός λευκού ξηρού αφρώδους από 100% Ξινόµαυρο παίρνοντας εξαιρετικά αποτελέσµατα και κερδίζοντας τα εύσηµα των κριτικών. Το Karanika Brut βγήκε στην αγορά το 2011 και η συνολική παραγωγή των 17.000 φιαλών διατίθενται κατά το ήµισυ στην εσωτερική αγορά και κατά το υπόλοιπο σε Σαν Φραντσίσκο, Σύδνεϋ, Καλιφόρνια, Λονδίνο και Βρυξέλες. Ωστόσο το µεγάλο σχέδιο του οινοποιού που λατρεύει το αφρώδες, είναι αυτό που τώρα υλοποιείται:  Το Κaranika Brut prestige, το οποίο θα συνδυάζει τις σηµαντικότερες ελληνικές ποικιλίες, απο Ασύρτικο 60% και Ξινόµαυρο 40%. Ο ίδιος ο κ. Hartman εξηγεί: «Το όνειρό µου ήταν να δουλέψω µε τη «χρυσή» ποικιλία Ασύρτικο. Οινοποιώ το Ασύρτικο σε ήρεµο κρασί και ξέρω ότι δίνει ωραία λιπαρότητα και αρώµατα εσπεριδοειδών και για αυτό σκέφτηκα να κάνω χαρµάνι µε Ξινόµαυρο όπως στην Καµπανία που λειτουργεί το Chardonnay, µε Pinot Noir, όπου εδώ το Ασύρτικο δίνει την λιπαρότητα και την στρογγυλάδα στο στόµα και το Ξινόµαυρο θα προσφέρει τη φυσαλίδα και την οξύτητα.  Το νέο αυτό χαρµάνι δουλεύεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε αφρώδες. Στην αγορά θα βγουν 500 φιάλες από την παραγωγή των 2000 φιαλών και µετά από 6 µήνες άλλες 500 φιάλες. Με την µέθοδο traditionelle η πρώτη δόση βγαίνει µετά από 12 µήνες αλλά πιστεύω ότι πρέπει να βγεί µετά από 3 χρόνια. Για το Ασύρτικο κάνουµε τρύγο 5 φορές για να έχουµε όλες τις ωριµότητες του σταφυλιού από τα 10 στρέµµατα που καλλιεργούµε στο Αµύνταιο σε 650 µέτρα υψόµετρο».
Τα σταφύλια συγκεντρώνονται σε διαφορετικές ωριµότητες  και τοποθετούνται σε δρύινα βαρέλια για 3µήνη ζύµωση. Μετά γίνεται το χαρµάνι και η 2η ζύµωση στη φιάλη όπου προστίθεται ζάχαρη, µαγιά, δηµιουργείται διοξείδιο του άνθρακα και οι οινολάσπες δίνουν σώµα στο κρασί. Αποθηκεύονται στην κάβα για 12 µήνες και οι φιάλες γυρίζονται µε το χέρι για 2µήνες. «Θεωρώ ότι η µέθοδος αυτή δίνει την ποιότητα, αν θέλεις να ξεχωρίσεις από τον ανταγωνισµό», λέει ο κ. Hartman και συνεχίζει: «Με τη µέθοδο charmat  κάνεις αφρώδες κρασί ευχάριστο καλοκαιρινό. Αν θέλεις µεγάλο κρασί χρειάζεται να ακολουθήσεις την κλασσική µέθοδο. Ωστόσο, χρειάζεται πολλή δουλειά στο χέρι και πρέπει να είσαι πάνω από το κρασί συνεχώς».

ΛΗΜΝΟΣ
Κτήµα Χατζηγεωργίου

Σε ένα νησί µε µεγάλη αρχαϊκή παράδοση στην αµπελοκαλλιέργεια, τη Λήµνο, το Κτήµα Χατζηγεωργίου είναι ένα από τα οινοποιία του νησιού που αξιοποιούν την εξαιρετική πρώτη ύλη, το Μοσχάτο Αλεξανδρείας το οποίο βρήκε την ιδανική του θέση στο νησί από τις αρχές του εικοστού αιώνα. Η ονοποιητική παράδοση της οικογένειας πάει πίσω τέσσερις γενιές αλλά η παρουσία του στο χώρο του αφρώδους ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια όταν ο κ. Πέτρος Χατζηγεωργίου αποφάσισε να φτιάξει το Moscato D’ Ifestia ένα ηµίγλυκο αφρώδες κρασί που αξιοποιεί τον αρωµατικό χαρακτήρα του Μοσχάτου. «Θεώρησα ότι υπήρχε κενό στην ελληνική παραγωγή στη συγκεκριµένη κατηγορία κρασιού και αποφάσισα να κάνω αυτό το βήµα», λέει ο κ. Χατζηγεωργίου. Την οινοποίηση έχει αναλάβει η κόρη του οινοποιού, οινολόγος Πωλίνα Χατζηγεωργίου και για την παραγωγή γίνεται επαναζύµωση µε το χυµό του Μοσχάτου Αλεξανδρείας.  «Η παραγωγή είναι 60.000 φιάλες το χρόνο, ενώ το 95% διατίθεται και καταναλώνεται στην εγχώρια αγορά» σηµειώνει ο ίδιος.

Santo Wines – Οινοποιία Τσάνταλη
Το Μάρτιο του 2014 προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στους επαγγελματίες του κρασιού το αφρώδες από 100% Ασύρτικο Σαντορίνης, το Santo Brut Methode Traditionnele, που ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας της Santo Wines με την οινοποιία Τσάνταλη.
«Ηταν μια καινοτόμος ιδέα που βασίζεται στο κοινό όραμα των δύο πλευρών για τον αμπελώνα της Σαντορίνης: τη δημιουργία μιας ισχυρής και αναγνωρίσιμης ταυτότητας προϊόντος. Ηταν σημαντικό η Σαντορίνη να ξεκινήσει με στρατηγικό και οργανωμένο τρόπο να βρίσκει τη θέση της  στον παγκόσμιο χάρτη, να κτίζει το μερίδιο που της αναλογεί», αναφέρει η κα Στέλλα Κασιόλα υπεύθυνη marketing της Santo Wines. Το σχεδιασμό του προϊόντος ανέλαβε ένα από τα κορυφαία γραφεία στρατηγικού σχεδιασμού στον κόσμο, το Ezi Studio στον Καναδά, το οποίο διαθέτει υψηλή εξειδίκευση στην παγκόσμια αγορά οίνου με πελάτες μεταξύ άλλων τους Mondavi, Torres, Constellation Brands και έχοντας τρέξει το πρόγραμμα επανασχεδιασμού της Ραψάνης. Η «ταυτότητα» που έγινε προσπάθεια να δημιουργηθεί προβάλλει τη μοναδικότητα, την παράδοση, την ιδιορρυθμία αλλά την ίδια στιγμή μιλάει μια «γλώσσα» που μπορεί να αποκωδικοποιηθεί σε εμπειρία από το στοχευμένο κοινό, σε όποια χώρα και αν αυτό βρίσκεται. «Η πρώτη εσοδεία, του 2012 η οποία παράχθηκε σε 5.856 φιάλες εξαντλήθηκε και σύντομα πρόκειται να παρουσιαστεί η εσοδεία του 2013. Σημαντικά ακόμη είναι τα πολύ θετικά μηνύματα που είχαμε από συνεργάτες, και επαγγελματίες του οίνου, και το εξαιρετικά υψηλό ενδιαφέρον να δοκιμάσουν το νέο προϊόν», σημειώνει η κα Κασιόλα και προσθέτει: «Το Santo Brut διακρίθηκε τόσο για την καινοτομία του ως ιδέα, όσο και για την οινική του αξία. Είναι μια ετικέτα με εξαιρετική δυναμική. Και φυσικά μετά την πρώτη -”πιλοτική”- εμφιάλωση του 2012 σίγουρα στο μέλλον η εξέλιξη του αφρώδους οίνου από 100% Ασύρτικο Σαντορίνης υπόσχεται πάρα πολλά».

ΕΑΣ Αμύνταιου

Το οινοποιείο της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Αμυνταίου είναι μια από τις πρώτες ελληνικές οινοποιητικές εγκαταστάσεις η δημιουργία της οποίας ανάγεται στο 1959 ενώ οι προσπάθειες της στο χώρο του αφρώδους κρασιού χρονολογούνται ήδη από τη δεκαετία του 1960.
Ισχυρό όπλο του οινοποιείου είναι ο  οινικός θησαυρός της Βόρειας Ελλάδας το Ξινόμαυρο το οποίο αναπτύσσεται στην αμπελουργική ζώνη του Αμυνταίου. «Ο Συνεταιρισμός Αμυνταίου παρήγαγε το πρώτο ελληνικό ΠΟΠ ροζέ αφρώδες από την ποικιλία Ξινόμαυρο», αναφέρει η κα Αντιγόνη Χατζηκωνσταντίνου, διευθύντρια της αμπελουργικής ομάδας των αμπελουργών του Συνεταιρισμού Αμυνταίου, η οποία τονίζει ότι «το  ξινόμαυρο ενδείκνυται για την παραγωγή αφρώδους κρασιού με αρωματικό χαρακτήρα και βρίσκει τον ιδανικό τόπο ανάπτυξης του στο Αμύνταιο μια περιοχή με ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες».
Σε ότι αφορά τις συνθήκες παραγωγής η κα Χατζηκωνσταντίνου αναφέρει ότι «καθώς η ποικιλία είναι αρωματική η δεύτερη ζύμωση που θα δώσει το αφρώδες κρασί πρέπει να γίνεται στην δεξαμενή ώστε ο χαρακτήρας του οίνου να ξεδιπλώνει τα αρώματα του φρέσκου σταφυλιού». Η μονάδα του οινοποιείου της ΕΑΣ έχει αναβαθμιστεί πρόσφατα ώστε να καλυφθούν και οι ειδικές απαιτήσεις παραγωγής του αφρώδους.
Το 2007 ξεκίνησε η υλοποίηση ενός επενδυτικού προγράμματος ύψους 4 εκατ. ευρώ για την εγκατάσταση σύγχρονων δεξαμενών και συστήματος εμφιάλωσης. «Το αφρώδες της ΕΑΣ Αμυνταίου ξεκίνησε τη δεκαετία του ’60  με παραγωγή περίπου 20.000 φιαλών και σήμερα έχει φτάσει στις 100.000 φιάλες και βρίσκεται σε ανοδική πορεία. Το κρασί καταναλώνεται στην Ελλάδα αλλά σύντομα πρόκειται να ανοίξει και η εξαγωγική αγορά»,  τονίζει η κα  Χατζηκωνσταντίνου.

Πηγή

To Top